ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

31 Μαρτίου 2014 | 02:30 μμ Γέρακας

ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ

Witness for the Porsecution

Αμερικάνικη ταινία παραγωγής 1957

Σκηνοθεσία. Μπίλι Γουάιλντερ.

Πρωταγωνιστούν. Τάιρον Πάουερ, Μάρλεν Ντίτριχ.

Διάρκεια. 1 λεπτά

     Η ταινία του Billy Wilder είναι η καλύτερη μεταφορά κειμένου της Agatha Christie στην οθόνη, κυρίως γιατί ο σκηνοθέτης απέδωσε με ακρίβεια και διακριτικότητα τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών της ιστορίας, κινητοποιώντας τον θεατή να ερμηνεύει κάθε φορά τις σκοτεινές προθέσεις τους. Ο σκηνοθέτης δεν αρκέστηκε στο να αφηγηθεί την αστυνομική ιστορία η οποία από την μάνα της (και μιλάμε για πολύπειρη στο είδος, μάνα) μας εγγυάται ανατροπές και εκπλήξεις. Αντιμετώπισε τους ήρωες με την ίδια αναλυτική διάθεση που τους προσέγγισε και η συγγραφέας. Οπωσδήποτε αυτό ήταν ένα ρίσκο, όμως η Agatha Christie ποτέ δεν βάδισε στα σίγουρα.

     Η ταινία, λοιπόν, βασίστηκε στο ομώνυμο διήγημα της Agatha Christie, το οποίο διασκευάστηκε από την ίδια σε θεατρικό έργο. ο Billy Wilder επισημαίνοντας τις αρετές της μεγάλης κυρίας του αστυνομικού μυθιστορήματος, οι οποίες συνοψίζονταν στην έμφυτη ικανότητα να παρατηρεί τους ήρωες της σα να είναι αυθύπαρκτοι και να τους σκιαγραφεί με λεπτομέρεια που τους δίνει ρεαλιστική υπόσταση, εντόπισε τον τρόπο που έπρεπε να προσεγγίσει και ο ίδιος το έργο. Τελικά αν και το έργο της Christie δεν θεωρείται από τις ειδήμονες υψηλού επιπέδου λογοτεχνία, κανείς δεν μπορεί να της αρνηθεί την διαστροφική σχεδόν ικανότητα να «σκιτσάρει» ζωντανά τους χαρακτήρες της. Ο σκηνοθέτης αυτό εκμεταλλεύεται και αυτό είναι που κάνει την συγκεκριμένη ταινία να ξεχωρίζει απ’ όλες τις υπόλοιπες απόπειρες μεταφοράς στον κινηματογράφο κειμένων της Christie. Αυτό και το καστ.

     Η υπόθεση αφορά έναν δικηγόρο παλαιάς σχολής, με βρετανικό φλέγμα και δήθεν κλονισμένη υγεία, ο οποίος αναλαμβάνει, παρά τις αντιρρήσεις της αγαθής και όμως στρυφνής νοσοκόμας του, την υπεράσπιση του Leonard Vole, ο οποίος κατηγορείται για την δολοφονία μίας πλούσιας μεσόκοπης κυρίας που του έδειχνε μία βαθιά αδυναμία της οποίας ατράνταχτη απόδειξη υπήρξε το γεγονός ότι τον άφησε γενικό κληρονόμο. Αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις, όλες οι ενδείξεις οδηγούν στον κατηγορούμενο και αυτό απλώς ενισχύει τον βαθμό του ενδιαφέροντος του βρετανού μεγαλοδικηγόρου ο οποίος τρέφεται με αδρεναλίνη. Και κονιάκ. Και πούρα. Το πρόσωπο κλειδί στην υπόθεση είναι η γυναίκα του κατηγορούμενου, η οποία όμως τελικά εμφανίζεται ως μάρτυς κατηγορίας και κάπου εκεί τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται. Ανατροπές αναμενόμενες και άλλες όχι και τόσο, μας οδηγούν στο φινάλε που αφήνει άφωνο ακόμη και τον σημερινό θεατή, αυτόν που έχει μεγαλώσει καταναλώνοντας ποσότητες αμερικανικών αστυνομικών θρίλερ και ταινιών δράσης και συχνά μυρίζεται την μεγάλη ανατροπή από τους τίτλους έναρξης.
     Ο Billy Wilder γύρισε ένα σφιχτοδεμένο δικαστικό δράμα που κυλάει με φυσιολογικούς ρυθμούς, αβίαστα, χωρίς να κουράζει χωρίς όμως και να βομβαρδίζει με ανούσιες λεπτομέρειες τον θεατή. Οι ήρωες του έργου έχουν όλο τον χώρο να αναπτυχθούν μπροστά στα μάτια μας και να μας φανερώσουν τα σκοτεινά κίνητρά τους, τις μεταξύ τους άρρωστες σχέσεις, τα μυστικά του παρελθόντος και όλες αυτές οι επιμέρους αναλύσεις ενσωματώνονται στην αφήγηση της κεντρικής ιστορίας χωρίς να αποπροσανατολίζουν. Ο Billy Wilder εκτός από την σκηνοθεσία που είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου είχε βάλει και το χεράκι του στο σενάριο. Μάλιστα η ανυπόφορη φουριόζα νοσοκόμα που καταπιέζει τόσο τον δικηγόρο, και η μεταξύ τους σχέση που εκφέρεται με βαθύ και μάλλον προβοκατόρικο χιούμορ- αν σκεφτεί κανείς ότι οι LaughtonLanchester ήταν ζευγάρι στην ζωή-, είναι δικής του έμπνευσης.

     Το φιλμ λοιπόν είναι γυρισμένο εξαιρετικά – πάντα ασπρόμαυρο- και τα ίδια επαινετικά λόγια μπορεί κανείς με άνεση να χρησιμοποιήσει αναφερόμενος στο μοντάζ και στην φωτογραφία. Ο Charles Laughton είναι αυτός που κυριαρχεί. Ο ρόλος του βρετανού μεγαλοδικηγόρου που έχει αποφασίσει να αφήσει την τελευταία του πνοή μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου με ένα παγούρι γεμάτο κονιάκ πλάι του και ένα πούρο πάντα έτοιμο να του προσφέρει απόλαυση, του ταιριάζει γάντι. Δεσπόζει με τον όγκο του κυρίως όμως δεσπόζει με το χιούμορ του, βαθιά εγκεφαλικό όμως και ελαφρά ειρωνικό πράγμα που μόνος ένας ηθοποιός του διαμετρήματός του θα μπορούσε να διαχειριστεί. Η ικανότητά να αντιδρά ακαριαία σε κάθε ερέθισμα που δέχεται από κάθε κατεύθυνση είναι παροιμιώδης και συχνά απαιτείται η απόλυτη προσήλωση του θεατή προκειμένου να είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει την πολυσυλλεκτική φιγούρα του Laughton. Φυσικά οι σκηνές με την off screen σύζυγο είναι σχεδόν ξεκαρδιστικές και φτάνουν σε μας με τέτοια φυσικότητα που κανείς θεωρεί ότι οι δύο τους μετέφεραν την εν οίκω σχέση τους στην οθόνη. Οι σκηνές με την Lanchester δημιουργούν ένα περίεργο κλίμα οικειότητας και μας υπενθυμίζουν διαρκώς ότι η intimidating φιγούρα του Laughton είναι περισσότερο τρωτή απ’ ότι φαντάζει. Τελικά πολύ περισσότερο.

     Η Elsa Lanchester είναι φρέσκια και απολαυστική και φαίνεται να διασκεδάζει ειλικρινά αυτήν την ένατη και τελευταία συνεργασία με τον σύζυγό της. Την διακρίνει μία ικανότητα να κινείται σοφά στον χώρο, γύρω από τον «βαρύ» Laughton και το αποτέλεσμα την κάνει να μοιάζει χαριτωμένη ακόμη και την ώρα που την θεωρούμε άκρως εκνευριστική. Η θεατρική πείρα των δύο ηθοποιών είναι ορατή στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται όχι μόνο τον λόγο ή τον ρόλο αλλά επίσης τον χώρο.

     Η Marlene Dietrich είναι η έκπληξη της ταινίας. Κρύα, εκδικητική, αγέρωχη φέρει σε πέρας τον ρόλο πειστικά. Με την Dietrich παθαίνω το εξής κάθε φορά που βλέπω την ταινία. Την θεωρώ ξένο σώμα. Θεωρώ ότι η ερμηνεία της δεν είναι πειστική, ότι οι εμφανείς αδυναμίες στην ορθή χρήση της αγγλικής γλώσσας είναι μειονέκτημα… Σταδιακά θυμάμαι αυτό που δεν έπρεπε να ξεχνώ. Ότι είναι μεγάλη ηθοποιός. Αυτό που στην αρχή της ταινίας μοιάζει με υποκριτική αδυναμία είναι ένα ερμηνευτικό τρικ που εξυπηρετεί τις ανατροπές που θα ακολουθήσουν. Ελέγχει απόλυτα την ερμηνεία της και η επιβλητική παρουσία της, συχνά αντιπαθής, παίζει με το μυαλό και τις προσδοκίες του θεατή. Η σκηνή στο καμπαρέ είναι μία από τις πιο καλογυρισμένες του φιλμ – αναφορά ίσως στον Άγγελο που απογείωσε την καριέρα της; - και λειτουργεί καταλυτικά στην προσπάθεια μας να εξερευνήσουμε τα κίνητρα αυτής της παγερής – μοιραίας; -ξανθιάς.

     Ο άλλοτε γόης Tyrone Power στον τελευταίο (πέθανε την επόμενη χρονιά) και καλύτερό του ρόλο, είναι άψογος. Κομψός, συμπαθητικά αδίστακτος ένας γαλαντόμος, αντιμετωπίζει με ένα ανεπαίσθητο αυτοσαρκασμό την γοητεία του (αυτήν που προκαλούσε υστερία σε άλλες εποχές) και αυτό είναι που απογειώνει την ερμηνεία του. Δεν μπορώ να αναλύσω πολύ τον ρόλο και την ερμηνεία του ηθοποιού γιατί υπάρχει κίνδυνος να αποκαλύψω ζωτικές πληροφορίες που αφορούν στο φινάλε και δεν νομίζω αυτό να το θέλει κανένας από εσάς. Όμως σας δίνω τον λόγο μου. Η ερμηνευτική προσέγγιση του αμφιλεγόμενου και πάνω απ’ όλα αμφισβητούμενου Leonard Vole από τον ηθοποιό είναι κορυφαία και πολύ μακριά από τη μανιέρα του Power. Ένας αποχαιρετιστήριος ρόλος για τον ηθοποιό που δεν μπόρεσε ποτέ κατά την διάρκεια της καριέρας του να εξερευνήσει τις υποκριτικές του δυνατότητες καθώς καλούνταν σταθερά να ερμηνεύει ρόλους ζεν πρεμιέ. Ας το διορθώσω λίγο αυτό, ένας ρόλος - δώρο από έναν διορατικό σκηνοθέτη σε έναν ηθοποιό που λανθασμένα θεωρήθηκε μονοδιάστατος.
     Η ταινία του Wilder έφτασε στην Ακαδημία και διεκδίκησε έξι αγαλματίδια. Καλύτερης ερμηνείας για τον Laughton, καλύτερης ερμηνείας για την Lanchester, καλύτερου μοντάζ για τον Mandell καλύτερης σκηνοθεσίας για τον Wilder, καλύτερου ήχου για τον Sawyer και καλύτερης ταινίας. Δεν κέρδισε κανένα.